καταγίνεται

καταγίνεται
καταγίγνομαι
abide
pres ind mp 3rd sg (ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • πολυπράγμονας — ο 1. αυτός που καταγίνεται με πολλά, πολυάσχολος. 2. που καταγίνεται με ξένες υποθέσεις, αδιάκριτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… …   Dictionary of Greek

  • αινιγματολύτης — ο (θηλ. λύτρια) αυτός που καταγίνεται συστηματικά με τη λύση αινιγμάτων …   Dictionary of Greek

  • αναδίφης — και αναδιφητής, ο 1. αυτός που ασχολείται, που καταγίνεται με την αναδίφηση* 2. αυτός που έκανε αναδίφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. αναδίφης μαρτυρείται από το 1885 στον γιατρό Σπυρίδωνα Μαυρογένη, ενώ ο παράλληλος τ. αναδιφητής από το 1878… …   Dictionary of Greek

  • μετεωροσκόπος — ο, η (Α μετεωροσκόπος, ό) νεοελλ. μετεωρολόγος αρχ. 1. αυτός που παρατηρεί και εξετάζει τα μετέωρα 2. αυτός που καταγίνεται με ανώφελα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σκόπος (< σκοπός), πρβλ. θηρο σκόπος, ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

  • ποικιλογράφος — η, ο / ποικιλογράφος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ποικιλογράφοι (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) συγγραφείς ποικίλων και ανόμοιων μεταξύ τους θεμάτων τα οποία ανακοίνωναν σε συμπόσια, δείπνα και, γενικά, σε συγκεντρώσεις φιλομαθών αρχ …   Dictionary of Greek

  • πυρίτης — (I) ο, ΝΑ πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά 2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης 3. είδος πολύτιμου… …   Dictionary of Greek

  • ρεκτήρ — ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α 1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ. β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.) 2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα τήρ (πρβλ. θερμαν τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”